- μαρμότα
- (Marmota). Γένος τρωκτικών θηλαστικών της οικογένειας των σκιουρίδων, το οποίο περιλαμβάνει 11 είδη. Το κυριότερο από αυτά ονομάζεται Marmota marmota και απαντά σε λιβάδια ή ξέφωτα δασών. Οι μ. περνάνε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε βαθιά λαγούμια, διαχειμάζοντας 9 μήνες ετησίως. Η διατροφή τους συνίσταται κυρίως από πράσινη βλάστηση, όπως γρασίδι, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει και φρούτα, σπόρους και έντομα. Το σώμα της μ. είναι παχύ, μήκους 50-60 εκ., φέρει κοντά πόδια και πυκνή γούνα, η οποία είναι απαλή και κιτρινοκαφέ στο σώμα και γκρίζα στο κεφάλι και στον αυχένα, ενώ η μύτη είναι άσπρη. Η ουρά είναι κοντή –μήκους 13-16 εκ.– και τριχωτή και απολήγει σε μία μαύρη τούφα. Οι μ. ζουν σε ομάδες των 10-15 ατόμων: οι φρουροί προσέχουν την ομάδα και παράγουν ένα χαρακτηριστικό σφύριγμα ως προειδοποίηση σε περίπτωση κινδύνου. Η αναπαραγωγική περίοδος ξεκινάει στις αρχές της άνοιξης και τα μικρά (2-6 ανά γέννα) γεννώνται στις αρχές του καλοκαιριού.
* * *ηζωολ. γένος τρωκτικών θηλαστικών τής οικογένειας σκιουρίδες τα οποία ζουν στη Βόρεια Αμερική, καθώς και στην Ευρώπη και Ασία, από τις Άλπεις ώς τα Ιμαλάια.
Dictionary of Greek. 2013.